- τερεμίν
- το, Νάκλ. μουσ. ηλεκτρονικό μουσικό όργανο που εφεύρε το 1920 ο Λέον Τερεμίν στη Σοβιετική Ένωση, αλλ. τερεμινβόξ ή αιθερόφωνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. theremin, από το όν. τού Ρώσου μηχανικού και εφευρέτη Leo Theremin].
Dictionary of Greek. 2013.